- πατριάζειν
- πατριάζωtake after one's fatherpres inf act (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πατριάζω — Α [πατήρ, τρός] 1. (κατά τον Πολυδ.) «πατριάζειν δὲ τι ἔλεγον οἱ Ἀθηναῑοι τὸ πράττειν τι ἐκ τῶν πατρίων ἐθῶν» 2. μοιάζω με τον πατέρα μου, μιμούμαι τον πατέρα μου, κάνω κάτι όπως αυτός … Dictionary of Greek